- ξάναμμα
- το, -ατος1. φούντωμα, διέγερση, φλεγμονή, ερεθισμός, έξαψη: Νιώθω ξάναμμα στο πρόσωπο.2. προσάναμμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξάναμμα — το (Μ ξάναμμα) [ξανάβω] νεοελλ. 1. έξαψη, φούντωμα 2. (για τραύμα) φλεγμονή, ερεθισμός 3. καθετί εύφλεκτο που χρησιμεύει για να αναφθεί φωτιά, προσάναμμα μσν. φωτιά … Dictionary of Greek
φλόγωση — η / φλόγωσις, ώσεως, ΝΜΑ [φλογῶ / ώνω] νεοελλ. φλεγμονή, ερεθισμός, ξάναμμα μσν. αρχ. πυρπόληση, κάψιμο αρχ. έντονη θερμότητα, καύμα … Dictionary of Greek
άναμμα — το, ατος 1. η ανάφλεξη: Το άναμμα της ηλεκτρικής λάμπας γίνεται με το γύρισμα ενός διακόπτη. 2. το ξάναμμα του σώματος ή του προσώπου από πυρετό ή άλλο λόγο: Νιώθω ένα άναμμα σ όλο μου το σώμα. 3. έξαψη, ερεθισμός: Τι άναμμα ήταν αυτό! 4. (για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλεγμονή — η (ιατρ.) 1. φλόγωση, ερεθισμός ιστού του σώματος εξαιτίας τραυματικής, χημικής ή μικροβιακής διαταραχής του οργανισμού, που εκδηλώνεται με τοπική θερμότητα, πόνο και κοκκινίλα, το φλόγισμα, η πύρα, η πυράδα, το ξάναμμα. 2. πρήξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλόγωση — η 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φλογώνω (βλ. λ.). 2. φλεγμονή (βλ. λ.), φλόγισμα, ξάναμμα, κακοφόρμισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)